In some jurisdictions the "Master of Laws" is the basic professional degree for admission into legal practice. It is commonly abbreviated LL.M., from the Latin Legum Magister (meaning "master of laws").
Σε ορισμένες δικαιοδοσίες η «Master of Laws» είναι το βασικό επαγγελματικό βαθμό για εισδοχή στην νομική πρακτική. Είναι κοινώς συντομογραφία LL. Μ., από το λατινικό μεταπτυχιακό τίτλο Legum Magister (έννοια «master των νόμων»).
Σε ορισμένες δικαιοδοσίες το «Master of Laws" είναι η βασική επαγγελματικό πτυχίο για την εισαγωγή στην νομική πρακτική. Είναι κοινώς συντομογραφία LL.M., από το λατινικό Legum Magister (που σημαίνει «Master of Laws").
Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, "πτυχιούχος νομικής" του δικηγόρου είναι βασικά επαγγελματικά πτυχία.Συχνά συντομογραφία θα. M., από τη Λατινική γραμματική (σημαίνει και "Master of Laws").